Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Ομιλία Φ. Σαχινίδη με θέμα «Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης: Προϋπόθεση για την Ανάκαμψη της Οικονομίας»

ΟΜΙΛΙΑ Φ.ΣΑΧΙΝΙΔΗ

ΣΤΟ 3Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΒΟΛΟΣ 17-18 ΜΑΪΟΥ

¨Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης: Προϋπόθεση για την Ανάκαμψη της Οικονομίας¨


Κυρίες και κύριοι,
Θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την τιμητική πρόσκληση που μου δίνει την ευκαιρία να σας παρουσιάσω τις απόψεις μου για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η ελληνική οικονομία κατά την τελευταία εξαετία βρίσκεται αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη ύφεση που γνώρισε η χώρα μας αλλά και μια από τις μακροβιότερες και βαθύτερες υφέσεις του κόσμου στην σύγχρονη εποχή.

Διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις τόσο για τα αίτια της ύφεσης όσο και για τις αναγκαίες πολιτικές που θα επιτρέψουν την χώρα να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η συζήτηση σήμερα επικεντρώνεται κυρίως στις υφεσιακές συνέπειες της απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής.

Όμως το αναπτυξιακό πρόβλημα της Ελλάδας δεν προέκυψε από την δημοσιονομική προσαρμογή, αφού η ύφεση προϋπήρχε αυτής.

Η ύφεση εκδηλώθηκε το 2008 και βάθυνε περισσότερο το 2009. Η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή της τετραετίας 2010-2013 βάθυνε την ύφεση και επιμήκυνε τη διάρκεια της.

Αυτό που συνιστά μια παραδοξότητα και θέλει επιστημονική διερεύνηση είναι ότι μεταξύ 2008 και 2009 το βάθεμα της ύφεσης συνέπεσε με τον διπλασιασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Δηλαδή παρά την δημοσιονομική επέκταση, η ύφεση όχι μόνο δεν ανασχέθηκε αλλά αντίθετα από τις θεωρητικές προβλέψεις βάθυνε πολύ παραπάνω.

Θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό.

Το πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας ήταν και παραμένει κατά βάση διαρθρωτικό, είναι πρόβλημα παραγωγικού προτύπου.

Η ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης αλλά και της συμμετοχής στην ΟΝΕ.

Η Ελλάδα στην φάση των γρήγορων και δραστικών παγκόσμιων οικονομικών ανακατατάξεων, απέτυχε να ενταχθεί αποτελεσματικά στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας και να προστατέψει θέσεις εργασίας και εισοδήματα.

Ειδικότερα από την ημέρα ένταξης στην ΟΝΕ, η ελληνική οικονομία άρχισε να χάνει χρόνο με τον χρόνο έδαφος σε όρους ανταγωνιστικότητας.

Όποιο δείκτη ανταγωνιστικότητας και αν χρησιμοποιήσει κανείς, σε αυτό το συμπέρασμα θα καταλήξει.

Αυτό υπήρξε το αποτέλεσμα της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος αλλά και των οικονομικών παραγόντων να κατανοήσουν τους νέους όρους του παιχνιδιού.

Έτσι η οικονομία απόκτησε ένα διογκωμένο μη παραγωγικό και μη ανταγωνιστικό τμήμα στον οποίο μεταφέρθηκαν ανθρώπινοι και υλικοί πόροι από το τμήμα της οικονομίας που ήταν εκτεθειμένο στον διεθνή ανταγωνισμό, το οποίο σταδιακά αποδυναμώθηκε σε σημαντικό βαθμό.

Η εικόνα αυτή αποτυπωνόταν καθαρά στην πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το οποίο από την επομένη της ένταξης στην ΟΝΕ διευρύνονταν συνεχώς μέχρι που έφτασε στο πρωτοφανές μέγεθος του 15% το 2008.

Αν μη τι άλλο αυτό ήταν μια ηχηρή ένδειξη των προβλημάτων ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Αυτός ήταν ένας πρόδρομος δείκτης της επερχόμενης βαθιάς ύφεσης και ανεργίας.

Θα περίμενε κάποιος ότι οι εξελίξεις αυτές θα προκαλούσαν εύλογη ανησυχία στα οικονομικά επιτελεία εκείνης της περιόδου.

Αυτό όμως δεν συνέβη.

Ειδικά τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά την ένταξη, η τότε κυβέρνηση επικαλέστηκε την θεωρία των Samuelson και Balassa για να εξηγήσει το θετικό διαφορικό πληθωρισμό που οδηγούσε σε απώλεια της ανταγωνιστικότητας.

Στη συνέχεια η Ελλάδα παρά την διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος συνέχιζε -παραδόξως αλλά είναι και αυτό μια πρόσθετη ένδειξη της ατέλειας των αγορών- να έχει πρόσβαση στις αγορές με πολύ μικρό κόστος. Έτσι, κανείς δεν έθετε δημόσια ως προτεραιότητα το ζήτημα λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών του δίδυμου ελλείμματος.

Υπενθυμίζω ότι στο παρελθόν όταν υπήρχε το εθνικό νόμισμα η προσαρμογή επιβάλλονταν από τις αγορές οι οποίες επιτίθενταν στο εθνικό νόμισμα.

Έτσι, οι κυβερνήσεις υποχρεώνονταν να πάρουν μέτρα αποκατάστασης των ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χρησιμοποιώντας το <<όπλο>> της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος και άλλα μέτρα.

Μετά την ένταξη στην ΟΝΕ οι αγορές δεν αντιδρούσαν άμεσα στα μεγάλα ελλείμματα ώστε μέσω του περιορισμού πρόσβασης στο δανεισμό του δημοσίου ή των ιδιωτών να οδηγήσουν στην ανάληψη πρωτοβουλιών για διαρθρωτικές αλλαγές.

Ίσως γιατί εκτιμούσαν ότι τελικά η Ευρωζώνη δεν θα εγκατέλειπε ένα μέλος της.

Τελικά, με το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης και την αναπόφευκτη εξάπλωση αυτής από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, οι αγορές άρχισαν να αποτιμού τους κινδύνους των χωρών πολύ πιο αυστηρά με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποκοπεί από τις αγορές και να υποχρεωθεί να προχωρήσει στις προσαρμογές που συνοδεύουν το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής που έχει συνυπογράψει με τους εταίρους της.

Το πρόβλημα της Ελλάδας έγινε ακόμη πιο έντονο εξαιτίας των ατελειών που υπήρχαν στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης.
Εκτιμώ ότι η ένταση και η έκταση της ύφεσης στην Ελλάδα θα ήταν διαφορετική αν η Ευρωζώνη είχε έτοιμους μηχανισμούς στήριξης και δεν λειτουργούσε τιμωρητικά -αυτό υποδηλώνουν τα αρχικά επιτόκια δανεισμού- μέσω της βοήθειας που καθυστερημένα προσέφερε στην Ελλάδα. Εξίσου αρνητικά λειτούργησε και η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης.

Υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με το τι θα μπορούσε να είχε γίνει εναλλακτικά.
Ερωτήματα που σε ορισμένες περιπτώσεις - όπως για παράδειγμα το αν η προσαρμογή θα ήταν πιο ομαλή με εθνικό νόμισμα, άποψη που στηρίζουν οικονομολόγοι αλλά και κόμματα της αντιπολίτευσης- μας πάνε ουσιαστικά πίσω στη δεκαετία του 1990.

Πίσω από αυτά υποκρύπτεται η παραδοχή ότι η Ελλάδα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της θεωρίας των άριστων νομισματικών περιοχών ώστε να συμμετάσχει στην ΟΝΕ.

Η ακόμα ότι δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα πριν την ένταξη.
Θεωρώ ότι αυτή η συζήτηση στο μέσον μιας τόσο σοβαρής κρίσης όπως η τωρινή δεν βοηθά να απαντήσουμε στα ερωτήματα που απασχολούν τους πολίτες.

Εκτιμώ ότι οι πολίτες στην μεγάλη τους πλειοψηφία επιθυμούν την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ η οποία είναι και η μόνη ουσιαστική επιλογή.

Η εμπειρία από μια απόπειρα εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα αποδειχθεί καταστροφική για την χώρα και τους πολίτες της.

Αυτό προκύπτει από την διεθνή εμπειρία αλλά και από μελέτες που επιχείρησαν να αποτιμήσουν τις συνέπειες της εξόδου.

Τις τρομακτικές δυσκολίες των πρώτων χρόνων αμέσως μετά την έξοδο τις αποδέχονται -με μεγάλη καθυστέρηση βέβαια- και οι οικονομολόγοι που προτείνουν την έξοδο.

Επομένως το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορεί η Ελληνική οικονομία να οδηγηθεί σε ένα μονοπάτι σταθερής και διατηρήσιμης ανάπτυξης που θα της επιτρέψει να ενταχθεί στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίαςαποτελεσματικά.

Αν η απάντηση είναι θετική και προσωπικά υποστηρίζω ότι είναι, τότε οφείλουμε να διατυπώσουμε τις προϋποθέσεις που θα μας οδηγήσουν σε αυτή την ανάπτυξη.

Αυτές οι προϋποθέσεις - στο βαθμό που εξασφαλίζουν τις αναγκαίες συναινέσεις- εκ των πραγμάτων πρέπει να αποτελέσουν ένα αναπόσπαστο τμήμα του Εθνικού Σχεδίου για την Ανασυγκρότηση της Οικονομίας. Θα σκιαγραφήσω μερικές από αυτές.

Προϋποθέσεις:

1. Η Ελλάδα πρέπει να πετύχει την περαιτέρω μείωση του δημοσίου χρέους της.

Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τη δημοσιονομική προσαρμογή αν και με αργότερους ρυθμούς αλλά και τις διαρθρωτικές αλλαγές καθώς αυτάαποτελούν προϋπόθεση για τους εταίρους για περαιτέρω μείωση του χρέους.

Παρά την μείωση του το δημόσιο χρέος δεν θεωρείται ακόμα από τις αγορές ως εξυπηρετήσιμο. Η τρέχουσα απότομη πτώση των αποδόσεων στα ομόλογα πιθανότατα προεξοφλεί ότι η Ελλάδα θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις και θα εξασφαλίσει την απόφαση για περαιτέρω μείωση.

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να ανοίξω μια παρένθεση για το ρόλο του ελλείμματος ή του χρέους σε μια οικονομία. Η ύπαρξη ελλείμματος η χρέους δεν αποτελούν πρόβλημα εξ ορισμού.


Μάλιστα κάποιο ποσοστό χρέους και ελλείμματος λειτουργεί θετικά, ως μοχλός επιτάχυνσης της ανάπτυξης ή εργαλείο ανάσχεσης υφεσιακών αινομένων.

Στο βαθμό που το σωρευμένο χρέος εξυπηρετείται μακροχρόνια από τη μελλοντική ανάπτυξη της οικονομίας τότε δεν αποτελεί και πρόβλημα.

Τονίζω ενδεχομένως αυτονόητα πράγματα. Το κάνω γιατί σήμερα υποστηρίζουν κάποιοι ότι εάν αυξηθούν οι δημοσιονομικές δαπάνες, θα γεννήσουν μεγαλύτερο εισόδημα.

Αν λοιπόν ο ρυθμός αύξησης του εισοδήματος είναι μεγαλύτερος από το ρυθμό αύξησης των δημοσίων δαπανών τότε επιτυγχάνεται με επεκτατικό τρόπο ο αντικειμενικός στόχος σμίκρυνσης του ελλείμματος και του χρέους.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή η ενδεδειγμένη λύση στο υφεσιακό πρόβλημα αλλά και στο πρόβλημα της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι η δημοσιονομική επέκταση.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι παραγνωρίζει δύο βασικούς περιορισμούς.

Πρώτον, υποθέτει ότι η χώρα έχει πρόσβαση σε εξωτερικό δανεισμό σε αποδεκτό κόστος, ώστε η αύξηση δαπανών του δημοσίου να μην προέρχεται από αντίστοιχη μείωση κεφαλαίων που είναι στη διάθεση του ιδιωτικού τομέα η ότι υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στη χώρα για το δημόσιο και οι ιδιώτες μπορούν να αντλήσουν όσα κεφάλαια χρειάζονται από το εξωτερικό.

Δεύτερον προϋποθέτει ισχυρή παραγωγική βάση, ικανή να απορροφήσει την αύξηση της δαπάνης και μάλιστα πολλαπλασιαστικά.
Διαφορετικά ένα μεγάλο ή ίσως και το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της ζήτησης θα ικανοποιηθεί με εισαγωγές και άρα θα διαρρεύσει στο εξωτερικό.

Αυτή υπήρξε η κοινή εμπειρία της Ελλάδας και της Γαλλίας στην δεκαετία του 1980.

Στη περίπτωση της Ελλάδος και οι δύο περιορισμοί ισχύουν.

Ακόμη και αν σε κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα η χώρα βγει στις αγορές, η δομή της οικονομίας είναι τέτοια που τροφοδοτεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.


Συμπερασματικά, το χρέος της χώρας πρέπει να μειωθεί για να ανασάνουν η οικονομία και οι πολίτες και να απομακρυνθεί οριστικά η αβεβαιότητα
ως προς την δυνατότητα εξυπηρέτησης του. Η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να συνεχιστεί αλλά με πιο αργούς ρυθμούς.

2. Η χώρα πρέπει να μειώσει το διογκωμένο μη παραγωγικό τμήμα και να ενισχύσει το ανταγωνιστικό και εξωστρεφές.

Η Ελλάδα οφείλει να προσαρμοστεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες για να επωφεληθεί από το παραγόμενο διεθνές εισόδημα.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προχωρήσει σε μια διαδικασία μετασχηματισμού της παραγωγικής της βάσης που στο τέλος της διαδρομής θα ενισχύσει το παραγωγικό, ανταγωνιστικό και εξωστρεφές τμήμα της οικονομίας και θα συρρικνώσει το μη παραγωγικό.

Η διαδικασία αυτή δεν είναι μηχανική ούτε γίνεται αυτόματα. Περνάει μέσα από τη θέσπιση κινήτρων και αντικινήτρων που επιβάλλουν και καθορίζουν συμπεριφορές και επιλογές.
Επομένως, πρωτοβουλίες που αφορούν το νέο φορολογικό πλαίσιο που επεξεργάζεται η διακομματική Επιτροπή, ο σχεδιασμός για την αξιοποίηση των πόρων του νέου κοινοτικού πλαισίου, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, οι μηχανισμοί προσέλκυσης εγχώριων και ξένων επενδύσεων αλλά και η αναδιάταξη του τραπεζικού τοπίου θα πρέπει να υπηρετούν αυτό το γενικό στόχο.

Δυστυχώς - το λέω αυτό γνωρίζοντας ότι υπηρέτησα για δυόμισι χρόνια στο Υπουργείο Οικονομικών και σχεδόν ολόκληρο το διάστημα στο ΓΛΚ- η χώρα αλλάζει πολύ τακτικά φορολογικό σύστημα αλλά και πολιτική φιλοσοφία.

Μετά από αυτή την πολύχρονη εμπειρία συνεχών αλλαγών ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις για το φορολογικό μείγμα.

Πιστεύω ότι έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία η σταθερότητα και η διαφάνεια του φορολογικού πλαισίου παρά το μείγμα και το ύψος των φορολογικών συντελεστών.

Σε κάθε περίπτωση διαφωνώ με τις προτάσεις για χαμηλούς και επίπεδους φορολογικούς συντελεστές - όπως επίσης και με υπερβολικά υψηλούς που υπηρετούν μια λανθασμένη αντίληψη να τιμωρηθεί η επιχειρηματικότητα.

Για να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε μια επιστροφή σε διατηρήσιμους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις καθώς η χώρα από το 2007 αποεπενδύει.

Το ερώτημα είναι ποια είναι εκείνα τα κεφάλαια που απαιτούνται για να
χρηματοδοτηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις και από που θα προέλθουν.

Ο Συνάδελφός από το ΣΥ.ΡΙΖ.Α, ο καθηγητής κύριος Σταθάκης έχει διατυπώσει δημόσια την άποψη ότι απαιτούνται πάνω από 30 δισεκατομμύρια σε επενδύσεις.

Μπορούμε να κάνουμε μια χρήσιμη και ενδιαφέρουσα συζήτηση, από πού θα προκύψουν αυτά τα 30 δις ή τα όποια αναγκαία ποσά απαιτούνται, για να μπορέσει η οικονομία να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Γιατί υπάρχει μια αντίληψη ότι το κράτος θα τα δώσει. Μα το κράτος δεν έχει τα ποσά αυτά. Υποστηρίζω την άποψη ότι τα κεφάλαια αυτά θα πρέπει να προέλθουν κυρίως από ιδιώτες επενδυτές.

Επομένως θα πρέπει να δούμε αν και πως οι αποκρατικοποιήσεις ή τα κίνητρα για την προσέλκυση των επενδύσεων μπορούν να συμβάλλουν προς την κατεύθυνση αυτή

Προϋπόθεση για την ανασύνταξη της οικονομίας είναι η διασφάλιση των
αναγκαίων κεφαλαίων. Εδώ καταλυτικό ρόλο θα διαδραματίσει το υπό
διαμόρφωση τραπεζικό σύστημα.

Δεν υπάρχει σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία που μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ένα λειτουργικό τραπεζικό σύστημα.

Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα οδηγήσει σε επαρκώς κεφαλαιοποιημένα Πιστωτικά Ιδρύματα. Αυτό θα υπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς, όπως:

Η σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το πιστωτικό σύστημα, γεγονός το οποίο θα έχει θετικά οφέλη, από την επιστροφή καταθέσεων, την σταδιακή επιστροφή των τραπεζών στην διατραπεζική αγορά και την απεξάρτηση τους από την παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ, με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους δανεισμού τους και τη βελτίωση των οικονομικών τους αποτελεσμάτων.

Η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας στην οικονομία και η διεύρυνση της πιστωτικής επέκτασης πρωτίστως σε επιχειρήσεις.

Η μεγάλη πρόκληση στις νέες συνθήκες είναι η επίτευξη των αντικρουόμενων φαινομενικά στόχων: όπως η ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, μέσω συντηρητικών χρηματοδοτήσεων και αυξημένων προβλέψεων επισφαλειών, με την ανάγκη χρηματοδότησης νέω δραστηριοτήτων της οικονομίας εν όψει της πολυπόθητης ανάπτυξης.

Ζητούμενο είναι πώς θα στραφούν οι τράπεζες στην χρηματοδότηση των ανταγωνιστικών τομέων της οικονομίας και όχι των μη ανταγωνιστικών. Άρα, πως θα απεγκλωβιστούν από σχέσεις του παρελθόντος που αποτελούν σημαντικό τμήμα του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου τους.

Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει πόρους. Είναι αναγκαία η
ενεργητική διαχείριση των στοιχείων ενεργητικού των υπό εκκαθάριση
τραπεζών.

Με τη δημιουργία μιας κοινής bad bank που θα διαχειρίζεται το σύνολο των στοιχείων αυτών. Εμπειρία που απέδωσε στην Ιρλανδία.

Στόχος η μέγιστη δυνατή εισπραξιμότητα αυτών των στοιχείων του ενεργητικού και η ελάφρυνση του Έλληνα φορολογούμενου.

Οι συνεχείς συζητήσεις στην Ευρώπη για τη θεσμοθέτηση του λεγόμενου bail-in των ιδιωτών καταθετών, μπορεί να λειτουργήσει σε βάρος του τραπεζικού συστήματος των χωρών του νότου και σε χαμηλότερες αποταμιεύσεις και κατ' επέκταση επενδύσεις.

Σε αυτή την περίπτωση θα έχουμε πραγματική απόκλιση βορρά-νότου.

3. Διαρθρωτικές αλλαγές.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι αναγκαίες αλλά δεν οδηγούν από μόνες τους στην έξοδο από την ύφεση. Η ελληνική οικονομία πρέπει να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές γιατί θα διευκολύνουν τον μετασχηματισμό τη οικονομίας αλλά στο μέλλον θα βοηθήσουν να απορροφηθούν τυχόν νέοι εξωγενείς κραδασμοί που θα θέτουν σε κίνδυνο την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Το κόστος της προσαρμογής της χώρας διογκώθηκε σε όρους εισοδήματος και ανεργίας γιατί οι τιμές δεν προσαρμόστηκαν προς τα κάτω.
Έχει ιδιαίτερη σημασία για την μελλοντική πορεία της οικονομίας να κατανοήσουμε ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες, που εμπόδισαν την μείωση των τιμών.

Διότι ξέρουμε ότι σε χώρες που εφαρμόζονται προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, η καθοδική δυσκαμψία των τιμών και των μισθών, έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας.

Στη χώρα μας είχαμε μεγάλη καθοδική δυσκαμψία στις τιμές. Πολύ μικρότερη στους μισθούς, γιατί οι μισθοί μειώθηκαν.

Το ερώτημα είναι γιατί στη χώρα μας τελικά δεν καταφέραμε να πετύχουμε εκείνη την απαιτούμενη μείωση των τιμών, που θα μας επέτρεπε να μειώσουμε το κόστος σε όρους απασχόλησης;

Εδώ χρειάζονται πολλές πρωτοβουλίες και από την επιστημονική κοινότητα αλλά και από τις κυβερνήσεις για να ξεπεραστεί η καθοδική δυσκαμψία των τιμών.

4. Ταχεία μείωση της ανεργίας

Η χώρα προχώρησε σε πολλές και ουσιαστικές μεταβολές στην αγορά εργασίας για να ενισχύσει τις δυνατότητες δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Εδώ βέβαια ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Γιατί, παρά την μεγάλη μείωση μισθών έως σήμερα η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται;

Οι 1,5 εκ. άνεργοι δεν δημιουργήθηκαν μόνο κατά τη διάρκεια της ύφεσης αλλά προϋπήρχαν.

Απλά ήταν "καλυμμένοι", είτε άμεσα από το ελληνικό δημόσιο είτε έμμεσα από τη <<ζήτηση>> που τροφοδοτούσε ο υπερτροφικός κρατικός τομέας αλλά και το εξαρτώμενο από τις συναλλαγές του με το δημόσιο, τμήμα του ιδιωτικού τομέα.

Βέβαια το ερώτημα παραμένει διότι ο αριθμός των ανέργων είναι ήδη μια εφιαλτική πραγματικότητα που εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα θα προκαλέσει την οικονομική απαξίωση και τη φυσική καταστροφή του πιο σημαντικού παραγωγικού συντελεστή της οικονομίας, τους ανθρώπινου δυναμικού της.

Η δράση για το μετασχηματισμό της οικονομίας σε εξωστρεφή και ανταγωνιστική είναι αναγκαίο να επιταχυνθεί.

Αυτός ο μετασχηματισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε λίγους μήνες, ούτε σε λίγα χρόνια.

Είναι μια δύσκολη και μακροχρόνια διαδικασία. Θα απαιτηθεί επιμονή και υπομονή. Αν υποθέσουμε ότι τα επόμενα χρόνια δημιουργούνται 100.000 νέες θέσεις εργασίας, κατά μέσο όρο το χρόνο, απαιτείται μια δεκαετία για να επιστρέψουμε σε ποσοστά ανεργίας της τάξεως του 10%. Αυτό ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή. Δεν μπορεί η κοινωνία να αντέξει τόσο υψηλά επίπεδα ανεργίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Επίλογος

Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο για την οριστική της έξοδο από την βαθύτερη κρίση που γνώρισε ποτέ.

Όσοι εδώ και τρία χρόνια προέβλεπαν την χρεοκοπία και καταστροφή της Ελλάδας η την έξοδο της από το ευρώ διαψεύστηκαν. Λίγοι από αυτούς είχαν το θάρρος να το αναγνωρίσουν οι περισσότεροι επιμένουν απλά να μεταθέτουν την ημερομηνία της κατάρρευσης.

Η Ελλάδα με μεγάλο κόστος ανέλαβε με μεγάλη καθυστέρηση να δρομολογήσει αναγκαίες αλλαγές για να διασφαλίσει την παραμονή της στο ευρώ αλλά και την έξοδο της από την κρίση.

Σήμερα, μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω και να πούμε ότι πολλά από όσα έγιναν τα τελευταία τρία χρόνια θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά, παραγνωρίζοντας πόσο δύσκολες ήταν οι συνθήκες όταν ξέσπασε η κρίση και πόσο ανέτοιμη ήταν η Ευρώπη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια κρίση σαν και αυτή.

Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μέχρι η Ελλάδα και η Ευρώπη να ξεπεράσουν αυτή την κρίση. Αλλά πρέπει και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα οι ισχυρές να κατανοήσουν ότι η ευρωζώνη ως έχει δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί.

Μόνη διέξοδος το βήμα προς τα εμπρός. Προς την περαιτέρω οικονομική και πολιτική ενοποίηση. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται υποχωρήσεις σε εθνικό επίπεδο.

Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει. Δεν μπορεί οι αποφάσεις αυτές να ληφθούν ερήμην των ευρωπαίων πολιτών.

Σε εμάς ανήκει η ευθύνη να μετασχηματίσουμε την οικονομία μας, διασφαλίζοντας ότι θα ευνοεί την δημιουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, θέσεων εργασίας και ικανοποιητικών εισοδημάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.